- ἀεξίβιον
- ἀεξίβιοςincreasing while one livesmasc/fem acc sgἀεξίβιοςincreasing while one livesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αεξίβιος — ἀεξίβιος, ον (Α) αυτός που αυξάνει κατά τη διάρκεια τής ζωής κάποιου («ἀεξίβιον πένθος», Επιγρ. Ελλ. 14, 2123). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + βίος] … Dictionary of Greek